κροκίας

κροκίας
κροκ-ίας, ου, ,
A saffron-coloured stone, Plu.2.375e; dub. in S.Ichn.186 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κροκίας — κροκίας, ὁ (Α) λίθος με χρώμα κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας, καρχαρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κροκίαν — κροκίᾱν , κροκίας saffron coloured stone masc acc sg (attic epic doric aeolic) κροκίας saffron coloured stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • κροκίου — κρόκιον woollen fillet neut gen sg κροκίας saffron coloured stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”